ταρτουφισμός

ταρτουφισμός
ο, Ν
η διαγωγή τού Ταρτούφου, προσπάθεια απόκρυψης ελαττωμάτων με συνεχείς ηθικολογίες, υποκρισία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ταρτούφος + -ισμός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1820 στον Αδ. Κοραή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ταρτουφισμός — ο η διαγωγή του Ταρτούφου (βλ. λ.), η υποκρισία, ο φαρισαϊσμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”